- χριστιανικώς
- χριστιανικῶς, ΝΜΑ, και χριστιανικά Νεπίρρ. βλ. χριστιανικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χριστιανικῶς — χριστιανικός Christian adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστιανικός — ή, ό / χριστιανικός, ή, όν, ΝΜΑ [χριστιανός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους χριστιανούς ή στον χριστιανισμό (α. «χριστιανική θρησκεία» ο χριστιανισμός β. «χριστιανική ηθική» γ. «χριστιανική ἀγάπη», Θεοδώρ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ՔՐԻՍՏՈՆԷԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 1015 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 12c մ. χριστιανικῶς ut christianus κατὰ χριστιανισμόν christianorum more. Քրիտոնեապէս իբրեւ զքրիստոնեայ. ըստ օրինակի քրիստոնէից եւ քրիստոնէութեան. *Մի հեթանոսաբար անըուշներ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)